Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Αφιέρωμα στους Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη

Απολυτίκιο Αγίων
Οι νεοφανέντες Αγίοι της Λέσβου κατάγονταν από διάφορα μέρη. Εμαρτύρησαν όμως όλοι μαζύ στο Μοναστήρι των Καρυών της Μυτιλήνης το 1462 δέκα σχεδόν χρόνια μετά το πάροιμο της Πόλης από τους βαρβάρους και κακούργους Τούρκους. Ο Αγίος Ραφαήλ , γεννήθηκε γύρω στο 1410 στην Ιθάκη και συγκεκριμένα στην μεγάλη συνοικία Μύλος. Ο πατέρας του λεγόταν Διονύσιος Λασκαρίδης και καταγόταν από λευϊτικό γένος και ήταν καλός χριστιανός. Ευσεβέστατη χριστιανή ήταν και η μητέρα του. Γι΄αυτό άλλωστε έβγαλαν και τέτοιο καλό παιδί. Στο βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Γεώργιος. Οι γονείς του ήταν ευκατάστατοι. Τον έμαθαν πολλά γράμματα και ιδίως του θεού τα γράμματα. O Γεώργιος ήταν έξυπνος , πολύ ευσεβής και μέ φόβον Θεού. Ο Γεώργιος , ο μετέπειτα Ραφαήλ , είχε καταταγεί στο στρατό του Βυζαντίου και σε ηλικίαν 35 ετών ήταν αξιωματικός , θέλησε όμως να γίνει αξιωματικός του Χριστού. Γι' αυτό έφυγε από το στρατό κι' έγινε κληρικός. Ζούσε στην Μακεδονία και ήταν Πρωτοσύγγελος. Ηταν πολύ γνωστός στο Οικουμενικό Πατριαρχείο , για την αρετή , τη μόρφωση και την Ορθοδοξία του. Την εποχή εκείνη γινόταν μεγάλη προπαγάνδα α πό τους Παπικούς και από τους εδώ Ελληνες φιλοπαπικούς. Γίνονταν συζητήσεις μεταξύ Ορθοδόξων και Πα πικών. Ηθελαν πάση θυσία να κάνουν την ένωση με τον Πάπα. Αλλά και μετά την ψευδοσύνοδο της Φερ-ράρας προσπαθούσαν να επιβάλουν οπωσδήποτε την έ νωση με τους αιρετικούς Παπικούς. Ο Ραφαήλ διακρινόταν για την μόρφωση του. Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν πολύ μεγάλες , καθώς και η θεολογική του κατάρτηση. Ηταν σταθερός στην Ορθοδοξία. Εγνώριζε καλά τα δόγματα και τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας. Γι΄αυτό τo Πατριαρχείο τoν έστελνε σe συνέδρια να κάνει θεολογικές συζητήσεις στο εξωτε ρικό με τους Παπικούς. Κατ΄επανάληψη τον έστειλαν στο Μορλαί της Γαλλίας. Επήγε και στο Παρίσι. Το Πατριαρχείον τον διώρισε οικουμενικό ιερο κήρυκα , του έδωσε δηλαδή την άδεια να περιέρχεται παν τού , να κηρύττει τον Λόγον του Θεού και να στηρίζει τους ανθρώπους στην Ορθοδοξία. Πολλές φορές πήγε και στην Αθήνα. Εκήρυξε μάλιστα τον Λόγον του Θεού στο μνημείο του Φιλοπάππου , «πέρα από την πάρ ια με τις κόκκινες κολόνες», την πύλη δηλαδή του Αδρι ανού. Εκήρυξε στον Αγίο Δημήτρη τον Λομβαρδιάρη. Γι΄αυτό , σήμερα στην εκκλησία αυτή έχουν την εικόνα του και τον γιορτάζουν. Στο Μορλαί της Γαλλίας γνώρισε και τον Αγίο Νικόλαο. Η οικογένεια του Νικολάου ζούσε στη Θεσ σαλονίκη. Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος και την μητέρα του την λέγανε Μαρία. Δυστυχώς , ο Νικόλαος , εκεί στη Γαλλία ζούσε κοσμική ζωή. Οταν όμως ήταν 27 ετών , γνώρισε στο Μορλαί της Γαλλίας τον Αγίο Ραφαήλ. Η Αγία ζωή του Ραφαήλ , τα λόγια του τα θεϊκά και οι συμβου λές του έκαναν τον Νικόλαο ν΄άλλάξει τελείως. Αφη σε την κοσμική ζωή και αφοσιώθηκε κι αυτός στο Θεό. Ακολούθησε τον Αγίο Ραφαήλ και έγινε συνεργάτης του. Τον έστειλε μάλιστα πολλές φορές να κηρύττει τον Λόγον του Θεού σε πολλά μέρη. Ο Αγίος Ρα φαήλ τον χειροτόνησε και διάκονον. Κατόπιν χωρίσθηκαν. Δεν ξέρουμε για ποιαν αιτία. Ο Αγίος Ραφαήλ ήταν σπουδαίος άνθρωπος και είχε πολλές περιπέτειες. Η κατάσταση τότε ήταν ακα τάστατη. Λόγω των πολέμων ταραχή και σύγχυση επι κρατούσε παντού. Ο Θεός όμως τα έφερε να συναντη θούν και πάλι , έπειτα από πολύ καιρό , μέσα στην ταραχή του πολέμου. Μετά την άλωση δυστυχώς της Κωνσταντινοπόλεως οι Τούρκοι μπήκαν στην Θράκη και έσφαζαν τους Χρι στιανούς και έκαναν βιαιότητες. Ο κόσμος , για να σωθεί από το μαχαίρι του άγριου κατακτητού έτρεχε παντού σαν τα κυνηγημένα πουλιά. Τότε ένα καράβι θα έφευγε από την Αλεξανδρούπολη για την Μυτιλήνη. Ηταν γεμάτο από σαστισμένο κόσμο. Μ' αυτό το καράβι ταξείδεψαν ο Αγίο Ραφαήλ και ο διά κονος Νικόλαος. Πήγαιναν στην Λέσβο πρόσφυγες. Ενόμιζαν , ότι θα ήταν ασφαλέστεροι εκεί. Βγήκανε θαλασσοδαρμένοι στο χωριό Θερμή της Μυτιλήνης , άγνωστοι και ξένοι πρόσφυγες. Ηταν η 14. Μαρτίου του 1454. Ο προεστός του χωρίου Βασίλειος και ο διδάσκαλος Θεόδωρος χάρηκαν πολύ. Τους πήραν τους πρόσ φυγας Μοναχούς και τους εγκατέστησαν στο Μονα­στήρι των Καρυών. Ο Αγίος Ραφαήλ έγινε Ηγούμενος. Το Μοναστήρι αυτό , προηγουμένως ήταν μεγάλο. Το είχε κτίσει κάποια αυτοκράτειρα τον 8ον αιώνα , που ήταν εξόριστη εκεί. Δυστυχώς όμως το 1235 πήγαν Τούρκοι κουρσάροι (πειράτες) από την Κρήτη , το κα τέστρεψαν και το έκαψαν. Ηγουμένη τότε ήταν η Ολυμπία. Είχε μεγάλη αρετή και αγιότητα. Η μητέρα της καταγόταν από την Κωνσταντηνούπολη και ήταν κόρη ιερέως. Ηταν 4 αδελφές. Είχαν και έναν αδελφό Αρχιμανδρίτη. Η μια αδελφή της η Δωροθέα , από συμβουλή του πατέρα της , έγινε μοναχή και κατόπιν Ηγουμένη στο Μοναστήρι των Καρυών της Μυτιλήνης. Η μητέρα όμως της Ολυ μπίας , καθώς και δυό αδελφές της παντρεύτηκαν. Ο πατέρας της Ολυμπίας έγινε ιερεύς και έζησε στην Πελοπόννησο. Εκεί γεννήθηκε η Ολυμπία. Μετά τον θάνατο του πατέρα της πέθανε και η μητέρα της από τη λύπη της και έτσι έμεινε η Ολυμπία ορφανή και ολομόναχη σε ηλικία 10 ετών. Την έστειλαν τότε στη Θερμή της Μυτιλήνης , που ήταν η θεία της Δωροθέα Ηγουμένη. Η Ολυμπία προόδευε πολύ στην αρετή. Και στα 19 της χρόνια έγινε μοναχή. Οταν όμως κοιμήθηκε , η θεία της Δω ροθέα , όλες εξέλεξαν για ηγουμένη την Ολυμπία. Ηταν τότε η ηλικία της 25 ετών. Το Μοναστήρι αυτό είχε 30 Μοναχές. Ξαφνικά όμως στις 11 Μαΐου το 1235 πήγαν άγρι οι πειράτες στο Μοναστήρι , θέλησαν ν' ατιμάσουν τις Μοναχές. Μερικές κατώρθωσαν και τους ξέφυγαν α πό τα χέρια τους και πήγαν στα βουνά. Εκεί δυστυ χώς πολλές τρελλάθηκαν. Τις άλλες , που αντιστάθη καν , τις έσφαξαν οι Τούρκοι. Μια γερόντισσα όμως μοναχή , την Ευφροσύνη , που δεν μπορούσε να περπατήσει και να φύγει , την βασάνισαν πολύ. Την κρέμασαν σ' ένα δένδρο και την έκαψαν ζωντανή. Την έκαναν στάχτη. Φρικτό ήταν και το μαρτύριο της Αγίας Ηγουμέ νης , της Ολυμπίας. Αυτή , σαν Ηγουμένη , δεν θέλησε να εγκατάλειψει το Μοναστήρι. Οι κακούργοι Τούρκοι με αναμμένες λαμπάδες έκαιγαν τις σάρκες της. Ε πειτα πύρωσαν μια σιδερέγια βέργα και την έβαλαν από το ένα αυτί της και βγήκε στο άλλο. Κατόπιν , την ξάπλωσαν γυμνή επάνω σε μια σιδερένια πόρτα (θυρόφυλλο) και όπως ήταν την κάρφωσαν επάνω στο σανίδι. Της έμπηξαν στο σώμα είκοσι μεγάλα καρφιά. Αλλα τρία ακόμη μεγαλύτερα τα έμπηξαν στο κεφάλι της. Τα δυό μέσα στ' αυτιά της και το τρίτο μέσα στο κρανίο. Κατόπιν , έβαλαν φωτιά και έκαψαν το Μοναστή ρι ολόκληρο και την ωραία εκκλησία του. Το κτίριο έμεινε ρημαγμένο για 150 ολόκληρα χρόνια , ως την ημέρα που μια ευλαβική γυναίκα βο ήθησε να ξανακτισθεί και επειδή δεν τολμούσαν να μείνουν εκεί μοναχές , έγινε ανδρικό. Ντόπιοι και ξένοι μοναχοί το κράτησαν γερά μέ σα στις θύελλες των καιρών εκείνων. Η ευλαβής γυναίκα , που διέθεσε για την επι σκευή του την περιουσία της , ήταν κάποια Μελπομέ νη. Και η αίτία ήταν η έξης : H Μελπομένη ήταν πολύ πλούσια , δυστυχώς ό μως ζούσε κοσμική ζωή. O Θεός για να την συνεφέρει , επέτρεψε ν' αρρωστήσει σοβαρά το παιδί της , που το έλεγαν Ακίνδυνο. Τον πόνεσε ξαφνικά το πόδι του , για τις αμαρτίες της μητέρας του. Εξόδεψε εκεί νη πολλά στους γιατρούς. Αλλά δεν έβλεπε καμμιά θεραπεία. Στο τέλος , της είπαν οι γιατροί , ότι δεν πρόκυται να γίνει καλά. Απελπισμένη τότε , πήγε στο Μοναστή ρι των Καρυών. Τον έπλυνε στο Άγιασμα και τον έ ταξε στην Παναγία. Αμέσως , την ίδια μέρα έγινε το θαύμα. Ο Ακίνδυνος έγινε τελείως καλά. Η Μελπομένη κράτησε το τάμα της και τον άφη σε στο Μοναστήρι. Δεν έγινε βεβαίως καλόγερος , αλ λά ζούσε στο Μοναστήρι κι εξυπηρετούσε τους καλογήρους. Ηταν επιστάτης της Μονής. Η Μελπομένη διέθεσε πολλά ρή ματα και επεσκεύασε το Μοναστήρι. Γι΄αυτό έγραψαν το όνομά της στο Μοναστήρι και το μνημόνευαν. Αυτή κατόπιν είχε χαρίσει στον Αγίο Ραφαήλ και μία ωραία πολυθρόνα , πίσω από την οποία ήταν γραμμένη η λέξη ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. Αυτή είχε κτίσει εκεί στο Μοναστήρι ένα σπιτάκι , στο οποίο έμεινε μέχρι του θανάτου της. Ο Αγίος Ραφαήλ , εγκαταστάθηκε ε κεί με τον Νικόλαον , από τον πρόεδρον και τον διδάσκαλον το 1454. Εργάσθηκαν μέχρι το 1462. Δίδασκαν και προστάτευαν τους Χριστιανούς , ασκήτευαν και πρόκοβαν σε αρετή και σοφία Κυρίου. Οι Τούρκοι πάτησαν την όμορφη Λέσβο κι άρχι σαν να σφάζουν , να δέρνουν , να ατιμάζουν και να τρομοκρατούν τον πληθυσμό με κάθε τρόπο. Πάνω απ' όλα , όμως προσπαθούσαν να αλλοξοπιστήσουν με την βία τους οπαδούς του Χριστού και να τους φορέ σουν το Μωαμεθανικό φέσι. Οι δύστυχοι Μυτιληνοί υπέμειναν τα πάντα , όχι όμως και ν'αρνηθούν την πίστη τους , που άξιζε πιο πολύ και από όλον τον κόσμο.