Με τα μάτια της ψυχής μας, τούτη την ώρα, αδελφοί, βρισκόμαστε στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού και βλέπουμε τον Ιησού Χριστό να μπαίνει στα «νάματα», στα νερά του Ιορδάνη κσι να βαπτίζεται από τον άγιο Ιωάννη.
Εορτάζουμε, αδελφοί, και πανηγυρίζουμε τα άγια Θεοφάνεια του Σωτήρος στον Ιορδάνη ποταμό. Το γεγονός της βαπτίσεως του Κυρίου δεν είναι απλά μεγάλο αλλά το μεγαλύτερο μετά τη γέννησή Του. Γιατί όμως; Ο Χριστός είναι ο Ανξαμάρτητος Θεός. Γιατί να βαπτιστεί;
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο κόσμος μας πριν έρθει ο Χριστός βρισκόταν σε ένα βαθύ πνευματικό σκοτάδι. Ο άνθρωπος, άλλωστε, δια της παρακοής του έκανε και την φύση από ήρεμη πολύ άγρια. Έτσι όλα όσα υπήρχαν πάνω στο πλανήτη μας, γη, ύδωρ, αέρας είχαν μολυνθεί εξ αιτίας της αμαρτίας του Αδάμ. Έπρεπε να γεννηθεί ο Χριστός μέσα στη σπηλιά της Βηθλεέμ για να αγιάσει τη γη μας. Έπρεπε επίσης μπει ο Χριστός στα νερά του Ιορδάνη για να αγιάσει τα νερά του. Θα ρωτήσει όμως, ίσως, κάποιος. Ο Χριστός, που, όπως λέει ο προφήτης Ησαίας «ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» και ήταν αναμάρτητος, γατί να δεχτεί το βάπτισμα από τον άγιο Ιωάννη; Για πολλούς λόγους. Εμείς όμως θέλω να προσέξουμε μόνο τρείς.
Κατ’ αρχάς για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία των πρωτοπλάστων. Ο Χριστός, ως εκπρόσωπος ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους ελευθερώνει τον άνθρωπο από την αμαρτία. Γι’ αυτό ο άνθρωπος οφείλει στο Χριστό άπειρο σεβασμό και λατρεία. Ο άνθρωπος, άλλωστε, μετά τη πτώση των πρωτοπλάστων δεν είχε καμμία ελπίδα σωτηρίας. Μόνον αν γινόταν ο Θεός άνθρωπος-και έγινε άνθρωπος εκ της αγίας και αειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας μπορούσε να σώσει το ανθρώπινο γένος από την αμαρτία του Αδάμ. Βλέποντας οι Εβραίοι τούτο το θαυμαστό, να μπαίνει δηλ. ο Χριστός στα νερά και να βγαίνει, έπρεπε να καταλάβουν ότι ο Χριστός είναι ο αναμεννόμενος Μεσσίας. Αντί αυτού όμως αυτοί μετά από λίγα χρόνια θα τον ανεβάσουν στο σταυρό.
Τα νερά του Ιορδάνη ποταμού, από την ώρα που μπήκε μέσα τους ο Χριστός αγιάστηκαν. Αλλά και και κάθε φορά που τελείται αγιασμός στα σπίτια ή στους ναούς κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα και αγιάζει τις ψυχές μας.
Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που βαπτίστηκε ο Χριστός. Βαπτίστηκε όμως και για το λόγο ότι έπρεπε να μας φανερώσει την Αγία Τριάδα. Μέχρι τότε οι Εβραίοι νόμιζαν ότι ο Θεός είναι μόνον Ένας, ο Θεός Πατέρας. Η Βάπτιση του Χριστού, όπου ενεφανίσθη όλη η Αγία Τριάς, εφόσον ο Πατήρ ομιλούσε και έδειχνε τον Υιό του, το Χριστό, που βαπτιζόταν, και το Πνεύμα το Άγιο κατέβαινε στη Κεφαλή του Ιησού εν είδει περιστεράς, κάνει εμάς να αναλογιστούμε το μέγεθος της αγάπης του Θεού. Δεν αφήνει τον άνθρωπο στο σκοτάδι αλλά του δείχνει το Θεό όπως πραγματικά είναι. Ο μόνος όμως που έλαβε τούτο το μήνυμα ήταν ο άγιος Ιωάννης και η άλογη φύση, τα νερά του Ιορδάνη. Οι υπόλοιποι Εβραίοι έμεναν απαθείς θεατές του μεγάλου αυτού γεγονότος.
Γιατί όμως κατέβνηκε το άγιο Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού και όχι άλλου πτηνού. Γιατί μετά το κατακλυσμό του Νώε έστειλε ο Νώε ένα περιστέρι, το οποίο γύρισε σώο, πράγμα που σήμαινε τη λήξη του κατακλυσμού. Και ο κατακλυσμός της αμαρτίας, ακτ’ εμεέ, είναι μεγαλύτερος. Και αυτός ο κατακλυσμός της αμαρτίας σταματά με το βάπτισμα του Χριστού.
Και τέλος, η Βάπτιση του Κυρίου, έλαβε χώρα για να καταλάβουμε εμείς οι χριστιανοί ότι το μυστήριο του Βαπτίσματος, το εισαγωγικό αυτό μυστήριο της Εκκλησίας, μας λυτρώνει από την αμαρτία. Όποιος άνθρωπος δεν μπει στην κολυμβήθρα της Εκκλησίας, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός στο Νικόδημο, δεν μπορεί να σωθεί από την αμαρτία. Το άγιο Πνεύμα που έρχεται κατά το βάπτισμά μας είναι αυτό που μας δίνει τη λύτρωση και σωτηρία.
Εύχομε, αδελφοί, αυτό το Άγιο Πνεύμα που πήραμε στη βάπτισή μας και παίρνουμε συνεχώς όποτε μετέχουμε στα μυστήρια της Εκκλησίας, μεγαλύτερο δε όλων είναι η Θεία Ευχαριστία, να μας απομακρύνει από τα πάθη και να μας βάζει στη ψυχή μας τις αρετές. Και έτσι, η ημέρα των Θεοφανείων, ημέρα εμφανίσεως της Αγίας Τριάδος, να μας οδηγεί στο δρόμο της ευσεβείας για να κερδίσουμε το βραβείο των αγίων, τη βασιλεία των Ουρανών. Αμήν!
Ὁ τύπος τῆς Γεννήσεως στοὺς βυζαντινοὺς εἶναι τοῦτος: Στὴ μέση στέκεται ἕνα σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στὸ μαῦρο ἄνοιγμά του εἶναι μία φάτνη καὶ μέσα βρίσκεται ἕνα μωρὸ φασκιωμένο, ὁ Χριστός, κι᾿ ἀπό-πάνω του τὸν ἀχνίζουνε μὲ τὸ χνῶτο τους ἕνα βόδι κ᾿ ἕνα γαϊδούρι εἴτε ἄλογο. Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγι στὸ τέκνο της ἀπάνω σ᾿ ἕνα στρωσίδι, ὅπως συνηθίζουνε στὴν Ἀνατολή. Στὸ ἀπάνω μέρος ἀπό τὰ δεξιὰ εἶναι χορὸς Ἀγγέλων σὲ στάση δεήσεως, ενῶ ἀπὸ τ᾿ ἀριστερὰ ἕνας ἄλλος ἄγγελος μὲ φτερὰ ἀνοιχτά, μιλᾶ μὲ τοὺς τσομπάνηδες σὰν νὰ τοὺς λέγει τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση. Στο κάτω μέρος απὸ τὰ δεξιὰ παριστάνεται ὁ γέρο Ἰωσὴφ καθισμένος σ᾿ ἕνα κοτρόνι καὶ συλλογίζεται μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέγει «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», καθ᾿ ὅσον δὲν ἤθελε να ἐκθέσει την Παναγία ποὺ γέννησε δίχως νἄναι δικό του τὸ παιδί. Μπροστά του στέκεται ἕνας γέρος τσομπάνης ἀκουμπισμένος στὸ ραβδί του, ντυμένος μὲ προβιά, καὶ τοῦ μιλᾶ σὰ νὰ θέλει νὰ τὸν παρηγορήσει. Στὰ ἀριστερὰ εἶναι καθισμένη μιὰ γρηὰ ποὺ βαστᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο γυμνό, καὶ δοκιμάζει μὲ τὸ χέρι της τὸ ζεστὸ νερὸ μέσα σὲ μιὰ κολυμπήθρα, ἐνῶ μιὰ μικρὴ χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι χύνει νερὸ γιὰ νὰ κολυμπήσουνε τὸ μωρό. Γύρω τους κι᾿ ἀπάνω στὶς ραχοῦλες βοσκᾶνε πρόβατα, κάθουνται ξαπλωμένα καὶ δυὸ τρία μαντρόσκυλα. Ἕνας τσομπάνης ἀρμέγει. Πίσω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ φαίνουνται μέσα στὸ βουνὸ οἱ τρεῖς μάγοι καβαλλικεμένοι στἄλογα, ὁ ἕνας σὲ ἄσπρο, ὁ ἄλλος σὲ μαῦρο κι᾿ ὁ ἄλλος σε κόκκινο. Ἡ Παναγία ζωγραφίζεται καὶ γονατιστὴ, μὰ αὐτὸ θαρρῶ πὼς φραγκοφέρνει. Ἡ σκηνὴ μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ κολυμπᾶνε τὸ βρέφος εἶναι παρμένη ἀπὸ τ᾿ Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Εἶναι παράξενο πῶς οἱ βυζαντινοὶ ζωγράφοι ποὺ ἤτανε ὀρθοδοξώτατοι, βάζουνε στὶς εἰκόνες τους κάποιες σκηνὲς ποὺ δὲν εἶναι γραμμένες στὸ Εὐαγγέλιο, παίρνοντάς τες ἀπὸ βιβλία ποὺ δὲν εἶναι Κανονικά. Στὸ Μυστρᾶ, στὸ Καχριὲ Τζαμὶ κι᾿ ἀλλοῦ εἶναι ζωγραφισμένα ἐπεισόδια ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Παναγίας παρμένα ἀπὸ τὸ λεγόμενο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου ποὺ δὲν εἶναι Κανονικό. Ἀλλά τέτοια καθέκαστα εἶναι ζωγραφισμένα στὰ Εἰσόδια, στὸν Εὐαγγελισμό, στὴν ζωὴ Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης, κλπ. Γιὰ τὴ Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στὰ Ἀπόκρυφα πὼς σὰν πιάσανε οἱ πόνοι τὴν Παναγία, πῆγε ὁ Ἰωσὴφ νὰ βρεῖ καμμιὰ μαμή, καὶ βρῆκε μιὰ γρηὰ ποὺ τὴ λέγανε Σαλώμη, κι᾿ αὐτὴ ἔπλυνε τὸ παιδί. Σὲ κάποιες ἀρχαῖες τοιχογραφίες εἶναι γραμμένο καὶ τὄνομα τῆς Σαλώμης. Στὰ πιὸ ὡραῖα εἰκονίσματα ἡ Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ᾿ ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι της στὸ χέρι της, κ᾿ ἡ ἔκφρασή της εἶναι γλυκειὰ καὶ μελαγχολική, ἕνα πρᾶγμα πολὺ κατανυχτικό. Σὲ λιγοστὲς εἰκόνες εἶδα ζωγραφισμένα μάτια ἀπάνω στὸ σπήλαιο, σὰν νὰ εἶναι ζωντανό, ὅπως ζωγραφίζουνε πάλι σὲ σχέδιο ἀητοῦ, τὰ σύννεφα ποὺ σηκώνουνε τοὺς Ἀποστόλους στὴν Κοίμηση, στὴ Βάπτιση τὸν Ἰορδάνη σὰν γέρο καὶ τὴ θάλασσα σὰν νεράϊδα, τὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ σὰν ἕναν πέτρινον ἄνθρωπο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ νερό, κ.ἄ. Ἡ Ἑρμηνεία τῶν Ζωγράφων τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, γράφει γιὰ τὸν τύπο τῆς Γεννήσεως: «Σπήλαιον, καὶ ἔσω εἰς τὸ δεξιὸν μέρος ἡ Θεοτόκος βάλλουσα τὸ βρέφος ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνην καὶ ἀριστερὰ ὁ Ἰωσὴφ γονατιστὸς ἔχων τὰ χέρια ἐσταυρωμένα (1)· καὶ ὄπισθεν τῆς φάτνης ἕνα βόδι κ᾿ ἕνα ἄλογον βλέποντα τὸν Χριστὸν καὶ ὄπισθεν ποιμένες βαστάζοντες ράβδους καὶ βλέποντες μετὰ θάμβους τὸν Χριστόν. Καὶ ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου πρόβατα καὶ ποιμένες, ὁ ἕνας λαλῶν αὐλὸν καὶ ἕτεροι βλέποντες ἄνω μετὰ φόβου. Καὶ ἐπάνωθεν αὐτῶν ἕνας ἄγγελος εὐλογῶν αὐτούς, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ μάγοι μετὰ βάσιλικῆς στολῆς καθήμενοι ἐπάνω εἰς ἄλογα καὶ δεικνύοντες ἀλλήλοις τὸν ἀστέρα. Καὶ ἐπάνωθεν τοῦ σπηλαίου πλῆθος ἀγγέλων...».
Οἱ πιὸ ὡραῖες εἰκόνες τῆς Γεννήσεως ποὺ ἀφήσανε οἱ παληοὶ εὐσεβεῖς ἁγιογράφοι μας εἶναι κατὰ πρῶτον οἱ ψηφιδωτές τοῦ Δαφνιοῦ καὶ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ἔργα ἐξαίσια γιὰ ὅποιον νοιώθει τὴ βυζαντινὴ τέχνη καὶ δὲν θέλει σκηνοθεσίες καὶ ἐπιδείξεις κούφιες. Ἄλλη ὡραία εἰκόνα τῆς Γεννήσεως εἶναι στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ, ἴσως ἡ ὡραιότερη, καθὼς καὶ ἄλλη στὴν Παντάνασσα. Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ Γέννηση στὸ Καχριὲ Τζαμὶ τῆς Πόλης (ἀρχαία Μονὴ τῆς Χώρας), τῆς Ὑπαπαντῆς στὰ Μετέωρα, στὰ μοναστήρια τοῦ Διονυσίου καὶ τοῦ Δοχειαρίου στ᾿ Ἅγιον Ὄρος, καθὼς καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου, στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως στὰ Μετέωρα, καθὼς καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ Βαρλαάμ, ἔργο τοῦ Φράγκου Κατελλάνου. Ὑπάρχουνε κι᾿ ἄλλες ἔμορφες Γεννήσεις σὲ ἀρχαῖα ἐξωκκλήσια, ὅλες στὸν ἴδιο τύπο ποὺ ἱστορήσαμε. Πλῆθος Γεννήσεις στολίζουνε τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα, ὅπως εἶναι δυὸ ποὺ βρίσκουνται στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων.
Προσήλθαν λοιπόν βασιλείς να δουν με θαυμασμό το Βασιλιά των ουρανών και απορούσαν πως ήρθε στη γη χωρίς αγγέλους και αρχαγγέλους και θρόνους και κυριότητες και δυνάμεις και εξουσίες, και πέρασε από δρόμο παράξενο και απάτητο, δηλαδή από σπλάχνα παρθενικά, χωρίς να παύσει να επιστατεί τους αγγέλους Του και χωρίς να χάσει τις θεϊκές του ιδιότητες έγινε άνθρωπος και ήρθε κοντά μας. Βασιλείς λοιπόν ήρθαν να προσκυνήσουν τον ένδοξο Βασιλιά των ουρανών, στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων, γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που γεννήθηκε από γυναίκα, για να μετατρέψει σε χαρά τις λύπες της γυναίκας. Ήρθαν παρθένοι στον υιό της Παρθένου κι απορούσαν πως ο δημιουργός των μητρικών μαστών και του γάλακτος, Εκείνος που κάνει τους μαστούς να βγάζουν μόνοι τους άφθονο γάλα, πως έφαγε παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο. Ήρθαν τα νήπια σ’ Εκείνον που έγινε νήπιο για να συντεθεί ύμνος στον Κύριο από νήπια που ακόμα θηλάζουν. Ήρθαν παιδιά προς το Παιδί που τα έκανε μάρτυρες Του εξαιτίας της θηριωδίας του Ηρώδη. Ήρθαν οι άνδρες σ’ Εκείνον που έγινε άνθρωπος και θεράπευσε τις ταλαιπωρίες των δούλων Του. Ήρθαν ποιμένες στον καλό Ποιμένα που θυσιάζεται για να σώσει τα πρόβατά Του. Ήρθαν ιερείς σ’ Εκείνον που έγινε Αρχιερέας κατά σειρά διαδοχής από τον Μελχισεδέκ. Ήρθαμε οι δούλοι σ’ Εκείνον που έλαβε δούλου μορφή, για να μετατρέψει σε ελευθερία τη δουλεία μας. Ήρθαν οι ψαράδες σ’ Εκείνον που τους μετέτρεψε από απλούς ψαράδες σε ψαράδες ανθρώπων. Ήρθαν τελώνες σ’ Εκείνον που ανέδειξε έναν από τους τελώνες σε ευαγγελιστή. Ήρθαν οι πόρνες σ’ Εκείνον που άφησε τα πόδια Του να τα βρέξει με τα δάκρυά της η πόρνη. Και για να μιλήσω με συντομία, όλοι οι αμαρτωλοί ήρθαν να δουν τον Αμνό του Θεού που σήκωσε πάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου, οι ταπεινοί μάγοι, οι ποιμένες που τον τίμησαν, οι τελώνες που κήρυξαν το Ευαγγέλιο, οι πόρνες που του πρόσφεραν μύρα, η Σαμαρείτιδα που επιθυμούσε να γευθεί νερό από την πηγή της ζωής, η Χαναναία που είχε ακλόνητη πίστη.
Αφού λοιπόν όλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι εγώ επιθυμώ να σκιρτήσω, και να χορέψω και να πανηγυρίσω. Χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλάδους κισσού, χωρίς να κρατάω αυλό, χωρίς να κρατάω αναμμένες λαμπάδες, αλλά κρατώντας στα χέρια μου αντί για μουσικά όργανα, τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωή, αυτά είναι η σωτηρία μου αυτά είναι για μένα αυλός και κιθάρα. Γι’ αυτό τα έχω μαζί μου, για να μου δώσουν με τη δική τους δύναμη την ικανότητα να πω μαζί με τους αγγέλους: «Δόξα στον ύψιστο Θεό», και μαζί με τους ποιμένες: «και ας επικρατήσει στη γη η ειρήνη και στους ανθρώπους η αγάπη».
Ἦταν νύχτα! Στήν Βηθλεέμ, τήν πόλη αὐτή τῆς Ἰουδαίας, ἐπικρατοῦσε ἡσυχία. Τά σπιτάκια της
ὅλα κλεισμένα καί οἱ κάτοικοι κοιμοῦνταν
ἥσυχοι. Ἀκούγονταν μόνο τά σφυρίγματα
τῶν ποιμένων, πού ἔβοσκαν τά πρόβατά
τους ἔξω ἀπό τήν πόλη, στούς γύρω
λόφους. Μαζί μέ τά σφυρίγματα
ἀκούγονταν καί τά κουδούνια τῶν
προβάτων. Κάπουκάπου
σκόρπαγε τόν
ὡραῖο της ἦχο, ἡ φλογέρα κάποιου
βοσκοῦ, ἐνῶ ὅταν αὐτή σταματοῦσε
ἀκούγονταν τά γαυγίσματα τῶν σκύλων,
πού ἔμεναν ἄγρυπνοι γιά νά φυλάξουν τά
πρόβατα ἀπό τούς λύκους.
Σέ ἕνα ἀπό τά σπιτάκια τῆς Βηθλεέμ κοιμόταν ἥσυχα ἕνα μικρό παιδάκι, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ! Κοντά του ἡ ἁγία Θεοτόκος καί στό διπλανό δωμάτιο ὁ Ἰωσήφ, ὁ προστάτης τῆς Παναγίας.
Ξαφνικά, ἐνῶ ὁ Ἰωσήφ κοιμόταν εἶδε ἕνα ὄνειρο! Τοῦ παρουσιάστηκε κάποιος ἄγγελος καί τοῦ εἶπε:
« Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαυίδ, μή χάνεις καθόλου καιρό. Σήκω ἀμέσως καί πάρε τήν παρθένο Μαρία καί
τόν μικρό Ἰησοῦ καί φύγετε γιά τήν Αἴγυπτο. Γιατί ὁ βασιλιάς Ἡρώδης θά ψάξει νά βρεῖ τόν Χριστό, γιά
νά Τόν σκοτώσει». Αὐτά εἶπε ὁ ἄγγελος κι ἔγινε ἄφαντος. Ὁ Ἰωσήφ σηκώθηκε ἀμέσως ντύθηκε βιαστικά,
ξύπνησε τήν Παναγία καί τῆς εἶπε σιγανά: « Σήκω γρήγορα καί ἑτοιμάσου νά φύγουμε πρίν ξημερώσει….
Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μοῦ εἶπε αὐτή τή στιγμή ὅτι κινδυνεύει ἀπό τόν Ἡρώδη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ καί πρέπει
νά φύγουμε γιά τήν Αἴγυπτο……..Δέν πρέπει νά χάσουμε οὔτε στιγμή…..
Ἀμέσως ἡ Θεοτόκος σηκώθηκε καί ἄρχισαν καί οἱ δύο τήν ἑτοιμασία γιά τό ταξίδι. Ἔπρεπε νά
πάρουν μαζί ὅλα τά φτωχικά πράγματά τους γιατί θά πήγαιναν σέ ξένη χώρα, στήν ὀποία δέν εἶχαν
συγγενεῖς καί φίλους, καί δέν ἤξεραν πόσο καιρό θά ἔμεναν ἐκεῖ. Ἀφοῦ τά ἑτοίμασαν, τά φόρτωσαν πάνω
στό γαϊδουράκι καί κάθησε πάνω σ’ αὐτό ἡ Παναγία, κρατῶντας στήν ἀγκαλιά της τόν μικρό Χριστό.
Ἔκαναν τήν προσευχή τους καί ζήτησαν τήν προστασία τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως μετά ξεκίνησαν μέσα στό
σκοτάδι τῆς νύχτας.
Ταξίδευαν πολλές ἡμέρες! Κόπος ἀλλά καί φόβος μεγάλος! Φοβόνταν μήπως ὁ Ἡρώδης τούς
προλάβει ἢ μήπως στείλει στρατιῶτες νά τούς συλλάβουν. Ὅταν ἄκουγαν νά ἔρχονται πίσω τους
ταξιδιῶτες τρόμαζαν καί ἡ Παναγία ἔσφιγγε μέ φόβο στήν ἀγκαλιά της τόν Χριστό. Πόσες φορές δέν
ἄλλαξαν δρόμο, δέν πέρασαν ἀπό ἄγρια μονοπάτια, γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια!
Παρ’ ὅλα αὐτά εἶχαν τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεός ἦταν παντοδύναμος προστάτης τους!
Ὅταν ἔφτασαν στήν Αἴγυπτο, ἦταν πιά ἀσφαλεῖς ἀπ’ τόν Ἡρώδη! Βέβαια ἀντιμετώπιζαν
προβλήματα ἀπό τούς Αἰγυπτίους, λόγω τῆς ἑβραϊκής τους καταγωγῆς καί λόγω τοῦ ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἔπρεπε
νά βρεῖ μιά δουλειά, πάνω στήν τέχνη του, γιά νά βγάζει τά ἔξοδα τῆς οἰκογενείας! Ὅλα ὅμως τά
ὑπέφεραν μέ πίστη καί γενναιότητα καί δόξαζαν τόν Θεό!
Ὕστερα ἀπό κάμποσο καιρό πέθανε ὁ σκληρός ἐκεῖνος βασιλιάς Ἡρώδης. Ἄγγελος Κυρίου τότε
φανερώθηκε στόν Ἰωσήφ καί τοῦ είπε: «Τώρα εἶναι πλέον καιρός νά γυρίσετε στήν πατρίδα σας. Ὁ
Ἡρώδης πέθανε καί θά μπορέσετε νά ζήσετε ἥρεμοι καί εἰρηνικοί»!